Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φόβος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φόβος, (φέβομαιI. φυγή, Λατ. fuga, η μόνη σημασία στον Όμηρ.· φόβονδε, = φύγαδε, μή τι φόβονδ' ἀγόρευσε, συμβούλευσε να μην τραπεί σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φόβος, προσωπ. ως γιος του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. II. 1. φόβος γεμάτος πανικός, όπως προξενεί η άτακτη φυγή, στρατῷ φόβος ἐμβάλλειν, σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, φόβος, τρόμος, κυρίως η εξωτερική εκδήλωση του φόβου, και έτσι διακρίνεται από το δέος (η αίσθηση του φόβου), σε Αισχύλ. κ.λπ.· το αντικείμενο του φόβου βρίσκεται σε γεν., φόβος για κάποιον άλλο, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά, φόβοςπερί ή ὑπέρ τινος, φόβος για ή όσον αφορά..., σε Θουκ.· με ρήμ., ποιεῖν ή παρέχειν τινί, σε Ξεν.· φόβον ἐμβάλλειν, ἐντιθέναι τινί, προξενώ, δημιουργώ φόβο σε κάποιον, Λατ. metum incutere alicui, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τον άνθρωπο που νιώθει φόβο, φόβον λαμβάνειν, σε Ευρ.· φόβος ἔχει με, σε Αισχύλ.· φόβος ἐμπίπτει μοι, σε Ξεν.· διὰ φόβου ἔρχομαι, σε Ευρ.· επίσης σε πληθ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. αντικείμενο τρόμου, τρομερό πράγμα, φόβοςἀκοῦσαι, τρομερό να το ακούσεις, σε Ηρόδ.· σε πληθ., ἢν φόβους λέγῃ, σε Σοφ.