LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φωταγωγός"
- φωτ-ᾰγωγός, -όν, αυτός που οδηγεί με φως· φωταγωγός (ενν. θύρα), ἡ, άνοιγμα για φως, παράθυρο, σε Λουκ.