Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φωστήρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φωστήρ, -ῆρος, (φῶς), αυτό που δίνει φως, φωτοδότης, σε Ανθ.· οἱφωστῆρες, τα φώτα του παραδείσου, άστρα, στο ίδ., Κ.Δ.