Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φωράω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φωράω, μέλ. -άσω [ᾱ], 1. ψάχνω κλέφτη ή ερευνώ μια κλοπή, κάνω έρευνα σε σπίτι, σε Αριστοφ. 2. σε Παθ., ανακαλύπτομαι, σε Δημ.· με μτχ., κλέπτης ὢν φωρᾶσθαι, σε Δημ.· ομοίως, κακὸς ὢν ἐφωράθη φίλοις, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για πράγματα, ἀργύριον ἐφωράθη ἐξαγόμενον, παράνομα χρήματα ανακαλύφθηκαν να βρίσκονται σε διαδικασία εξαγωγής, σε Ξεν.