Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φωνή"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
φωνή, (φάωI. 1. ήχος, φωνή, κυρίως ο ήχος της φωνής· λέγεται για ανθρώπους, Λατ. vox, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για τις κραυγές της μάχης, σε Ξεν.· φωνὴν ῥῆξαι, το rumpere vocem του Βιργ. βγάζω έναρθρο ήχο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· φωνὴ ἱέναι, Λατ. vocem edere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πληθ., αἱ φωναί, οι τόνοι της φωνής, σε Πλάτ.· παροιμ., φωνῇ ὁρᾶν, λέγεται για τυφλό άνθρωπο, σε Σοφ. 2. φωνή ή κραυγή ζώων, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 3. κάθε έναρθρη φωνή ως αντίθ. της άναρθρης (ψόφος), σε Σοφ. κ.λπ. 4. λέγεται για ήχους από άψυχα αντικείμενα, φωναὶ συρίγγων, σε Ευρ.· ὀργάνων, σε Πλάτ. II. 1. η δύναμη του λόγου, ομιλία, Λατ. sermo, σε Σοφ. 2. γλώσσα, Λατ. lingua, σε Ηρόδ. 3. είδος γλώσσας, διάλεκτος, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. III. φράση, ρήση, τὴν Σιμωνίδου φωνήν, σε Πλάτ.
φωνήεις, Δωρ. -άεις [ᾱ], -εσσα, -εν· ουδ. πληθ. συνηρ. φωνᾱντα: 1. αυτός που βγάζει φωνή ή λόγο, προικισμένος με το λόγο, φωνητικός, σε Ησίοδ., Ευρ.· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι, ομιλία προς τους σοφούς, σε Πίνδ.· λέγεται για ζώα, προικισμένα με το λόγο, σε Ξεν. 2. λέγεται για τραγούδι, αυτό που ηχεί, σε Πίνδ. 3. τὰ φωνήεντα (με ή χωρίς γράμματα), φωνήεντα.
φώνημα, τό (φωνέω), 1. παράγω ήχο ή φωνή, σε Σοφ. 2. το εκφωνηθέν, ομιλία, γλώσσα, σε Σοφ.
φωνητός, , -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.