LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φυτόν"
- φῠτόν, τό (φύω)· I. αυτό που έχει αναπτυχθεί, φυτό, δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. II. 1. γενικά, δημιούργημα, λέγεται για ανθρώπους, σε Ευρ., Πλάτ. 2. όπως ἕρνος, λέγεται για ανθρώπους, απόγονος, παιδί, σε Ευρ., Θεόκρ.