Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φυλακτικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῠλακτικός, , -όν, I. προστατευτικός, με γεν., σε Αριστ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, προσεκτικός, σε Ξεν.· φυλακτικὸς ἐγκλημάτων, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ. 2. (από Μέσ.), προφυλακτικός, στον ίδ.