Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φυλακτήριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῠλακτήριον, τό (φυλάσσω1. θέση που φρουρείται σθεναρά, φρούριο ή κάστρο, σε Ηρόδ.· φυλάκιο, Λατ. statio, σε Θουκ., Ξεν. 2. μέσο ασφαλείας, μέσο διατήρησης, σε Δημ.· στους Ιουδαίους φυλακτήρια ήταν περγαμηνές με γραμμένα πάνω σ' αυτές κείμενα από το Νόμο, που χρησιμοποιήθηκαν ως φυλαχτά, σε Κ.Δ.