Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φυλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῠλάσσω, Αττ. -ττω, (√ΦΥΛΑΚ), Επικ. απαρ. φυλασσέμεναι· μέλ. φυλάξω, αόρ. αʹ ἐφύλαξα, Επικ. φύλ-, παρακ. πεφύλᾰχαΜέσ., μέλ. -άξομαι, επίσης με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἐφυλαξάμην, Παθ. αόρ. αʹ ἐφυλάχθην, παρακ. πεφύλαγμαι, προστ. πεφύλαξο.
Α.
απόλ., φυλάσσω και προστατεύω, φρουρώ, σε Όμηρ., Αττ.· σὺν κυσὶ φυλάσσοντας περὶ μῆλα, σε Ομήρ. Ιλ. Β. μτβ., 1. φυλάσσω, προστατεύω, διατηρώ, υπερασπίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, φυλάσσω κάποιον από ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ξεν.· επίσης, φυλάσσω τινὰ μὴ πάσχειν, προστατεύω κάποιον για να μην υποφέρει, σε Σοφ.Παθ., φυλάσσομαι, διατηρούμαι υπό φύλαξη, σε Ηρόδ. 2. παραφυλάω, παραμένω, περιμένω ή ενεδρεύω, σε Όμηρ., Θουκ.· φυλάσσω τὸ σύμβολον, έχω το νου μου για προειδοποίηση με φωτιά, σε Αισχύλ.· παρατηρώ, περιμένω, αναμένω μια συγκεκριμένη στιγμή ή ένα ορισμένο γεγονός, σε Ηρόδ., Θουκ.· φυλάσσω νύχτα, περιμένω να έρθει η νύχτα, σε Θουκ. 3. μεταφ., διατηρώ, διαφυλάττω, τηρώ, χόλον, ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ.· φυλάσσω ἔπος, περιφρουρώ την εκτέλεση διαταγής, στο ίδ.· νόμον, σε Σοφ.· φυλάσσω σκαιοσύναν, επιμένω σε αυτή, τη διατηρώ, την υποθάλπτω, στον ίδ.Παθ., φυλάττεσθαι παρά τινι, φυλάσσομαι μέσα ή από..., σε Σοφ. 4. διαμένω σε ένα τόπο, τόδε δῶμα φυλάσσοις, σε Ομήρ. Οδ. Γ. Μέσ., με Παθ. παρακ., I. απόλ., 1. βρίσκομαι υπό τη φύλαξη κάποιου, συνεχίζω να φυλάσσω, νύκτα φυλασσομένοισι, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυλαγμένος εἶναι, προσεκτικός, φρόνιμος, σε Ξεν. 2. με αιτ., διατηρώ ένα πράγμα κοντά μου, φυλάσσω αυτό στο μυαλό μου, σε Ησίοδ., Σοφ. 3. φυλάσσω, διατηρώ με ασφάλεια, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. 4. με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ηρόδ. 5. με γεν., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν, φροντίζω για τα καράβια, είμαι προσεκτικός με αυτά, σε Θουκ. II. φυλάσσεσθαί τι ή τινα, είμαι προσεκτικός, φυλάσσομαι από κάποιον, προφυλάσσομαι, αποφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· επίσης, φυλάττω πρός τι, σε Θουκ.· ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εἰσορῶν φυλάξομαι, θα φροντίσω να έχω το νου μου, σε Σοφ.· με απαρ., φυλάσσω μὴ ποιεῖν, φροντίζω να μην κάνω, προφυλάσσω ενάντια στο να γίνει κάτι, σε Ηρόδ.· φυλάσσω τὸ μὴ γενέσθαι, τι, σε Δημ.· ομοίως φυλάσσω μή ή φυλάσσω ὅπως μή..., με υποτ., φροντίζω να μη γίνει κάποιο πράγμα, σε Ευρ., Ξεν.· σπανίως με γεν., τῶν εὖ φυλάξαι, σε Σοφ. III. μερικές φορές η Ενεργ. έχει σημασία Μέσ., σε Ευρ., Πλάτ.