Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φυγή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῠγή, (φεύγωI. 1. φυγή στη μάχη, Λατ. fuga, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· δοτ. φυγῇ, εσπευσμένα, σε άτακτη φυγή, σε Σοφ., Ευρ.· φυγῇ φεύγειν, σε Πλάτ. 2. φυγή ή απόδραση από ένα πράγμα, αποφυγή αυτού, με γεν., νόσων φυγαί, σε Σοφ.· φυγαὶ λέκτρων, σε Ευρ. II. 1. εξορία, εξοστρακισμός, Λατ. exilium, σε Τραγ., Σοφ.· φυγὴν φεύγειν, πηγαίνω σε εξορία, σε Πλάτ.· ζημιοῦν φυγῇ, σε Ευρ.· φυγῆς τιμᾶσθαι (ενν. δίκην), ορίζω ως ποινή την εξορία, σε Πλάτ. 2. ως περιληπτικό όνομα, φυγάδες, σώμα (σύνολο) από εξόριστους ή μετανάστες, σε Θουκ., Αισχίν.