LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φυγάς"
- φῠγάς, -άδος, ὁ, ἡ (φεύγω)· I. κάποιος που φεύγει από τη χώρα του, φυγάς, εξόριστος, εξοστρακισμένος, μετανάστης, Λατ. excul, profugus, σε Ηρόδ., Αττ.· φυγάδα ποιεῖν τινα, σε Ξεν.· κατάγειν φυγάδας, τους ανακαλώ, κ.λπ. II. λέγεται για το στρατό, αυτός που τρέπεται σε φυγή, σε Σοφ.