LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρύγανον"
- φρύγᾰνον[ῡ], τό (φρύγω), κυρίως στον πληθ., ξερά φρύγανα, ξύλα για φωτιά, Λατ. sarmenta, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ο ενικ. μόνο με περιληπτική σημασία, = τὰ φρύγανα, σε Αριστοφ.