Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φρύαγμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φρύαγμα[ῠ], -ατος, τό (φρυάσσομαιI. ισχυρό φύσημα, χλιμίντρισμα, σε Αισχύλ., Σοφ. II. μεταφ., ακόλαστη συμπεριφορά, αυθάδεια, σε Πλούτ.
φρυαγματίας, -ου, , ατίθασο άλογο· μεταφ. ως επίθ., αλαζόνας, ακόλαστος, σε Πλούτ.