Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φρόνιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φρόνῐμος, -ον, I. αυτός που έχει σώας τας φρένας, φρόνιμος, συνετός, σε Σοφ. II. ατάραχος, ακίνητος, φρόνιμος, σε Ξεν.· τὸ φρόνιμον, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ. III. 1. σοφός, ευαίσθητος, συνετός, Λατ. prudens, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φρόνιμον, σύνεση, στον ίδ.· και σε πληθ., ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, στερημένος από μυαλό, σε Σοφ.· φρονιμώτατα λέγειν, σε Ξεν. 2. επίρρ. -μως, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· φρονίμως ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. φρονιμώτερον, σε Ισοκρ.