Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φρούριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φρούριον, τό (φρουρόςI. παρατηρητήριο, οχυρωμένος τόπος, κάστρο, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. II. φρούριο, οχυρό, λέγεται για τόπο, σε Αισχύλ., Θουκ.