Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φροντίς"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
φροντίς, -ίδος, (φρονέω), 1. σκέψη, φροντίδα, μέριμνα, προσοχή που εναποτίθεται σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, με γεν., φροντίσ' ἔχειν τινός, σε Ευρ.· ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, σε Ηρόδ. 2. απόλ., σκέψη, μέριμνα, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο (τὸ πρῆγμα), σε Ηρόδ.· ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα, βάζω σε κάποιον μια σκέψη, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., σκέψεις, αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι, σε Ευρ. 3. βαθιά σκέψη, φροντίδα, ενδιαφέρον, σε Αισχύλ.· οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ, καμιά μέριμνα για τον Ιπποκλείδη, σε Ηρόδ.
φρόντισμα, -ατος, τό (φροντίζω), αυτό που σκέφτεται κάποιος, σκέψη, επίνοια, σε Αριστοφ.
φροντιστέον, ρημ. επίθ. του φροντίζω, αυτό που πρέπει να λάβει φροντίδα, σε Ευρ., Πλάτ.
φροντιστήριον, τό, μέρος για μελέτη, μελετητήριο, σχολείο, σε Αριστοφ., Λουκ.
φροντιστής, -οῦ, (φροντίζω), αυτός που σκέφτεται πολύ και σε βάθος, όπως ονομαζόταν ο Σωκράτης ειρωνικά από τον Αριστοφ.· ομοίως, φροντιστὴς τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, φιλόσοφος υπερφυσικών θεμάτων, σε Ξεν.· μετέωρα φροντιστής, σε Πλάτ.
φροντιστικός, , -όν, σκεπτικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κώς, σε Ξεν.