Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φροντίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φροντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐφρόντισα, παρακ. πεφρόντικα· I. απόλ., σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, μεριμνώ, φροντίζω, δίνω προσοχή, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· είμαι γεμάτος σκέψεις και ανησυχίες, πεφροντικὸς βλέπειν, δείχνω σκεπτικός, σε Ευρ. II. με αντικ.· 1. με αιτ. πράγμ., σκέφτομαι κάτι, εξετάζω, κρίνω, επινοώ, μηχανώμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· ακολουθ. από εξαρτημένη πρόταση, οπότε το ρήμα τίθεται σε χρόνο μέλ., φροντίζω τοῦτο, ὅκως μὴ λείψομαι, σε Ηρόδ.· φροντίζω πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει, στον ίδ.· φροντίζω ὅπως..., κάνω σκέψεις ή υπολογίζω πώς ένα πράγμα πρέπει να γίνει, σε Πλάτ. 2. με γεν., σκέφτομαι για κάτι, δίνω προσοχή σε ένα πράγμα, ενδιαφέρομαι γι' αυτό, το υπολογίζω, κυρίως με άρν., Περσέων οὐδὲν φροντίζω, σε Ηρόδ.· πενθέως οὐ φροντίδας, σε Ευρ.· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ. έχοντας αρνητική έννοια, σμικρὸν φροντίζω Σωκράτους, στον ίδ.· όμοια επίσης με πρόθ., φροντίζω περί τινος, ενδιαφέρομαι ή ανησυχώ για κάτι, σε Ηρόδ., Ξεν.· μὴ φροντίσῃς, μη δώσεις προσοχή, σε Αριστοφ.· οὐ, μὰ Δι' οὐδ' ἐφρόντισα, στον ίδ.