Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φρονέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φρονέω, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. φρονέῃσι· Επικ. προστ. φρόνεον· μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐφρόνησα (φρήνI. σκέφτομαι, έχω κατανόηση, είμαι φρόνιμος, σοφός, συνετός, ἄριστοι μάχεσθαί τε φρονέειν τε, και στα δύο καλύτεροι, και στη μάχη και στη σύνεση, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ μὴ φρονοῦν, λέγεται για νήπιο, σε Αισχύλ.· οἱ φρονοῦντες, οι σοφοί, σε Σοφ.· τὸ φρονεῖν, = φρόνησις, σοφία, κατανόηση, στον ίδ.· με επίρρ., εὖ φρονεῖν, σε Ηρόδ., Τραγ.· καλῶς φρονεῖν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. 1. σκέφτομαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, έχω κατά νου, σκοπεύω, μελετώ, με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.· φρόνεον (ἰέναι), είχαν κατά νου να προχωρήσουν προς τα εμπρός, στο ίδ.· απόλ., φρονῶν ἔπρασσον, Λατ. prudens faciebam, με σύνεση, σε Σοφ.· τοῦτο φρονεῖ ἡ ἀγωγὴ ἡμῶν, αυτό μας υποδεικνύει η ανατροφή μας, σε Θουκ. 2. με ουδ. επίθ., φρονέω τινί τι, έχω κάποιες σκέψεις σχετικά μ' αυτόν, πατρὶ φίλα φρονέων, έχω καλή διάθεση απέναντι σ' αυτόν, σε Όμηρ.· ομοίως, κακὰ φρονέουσι ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με επίρρ., εὖ φρονεῖν τινι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 3. χωρίς δοτ., ἀγαθὰ ή κακὰ φρονέω, σε Όμηρ.· πυκνὰ ή πυκινὰ φρονέω, έχω σοφές σκέψεις, είμαι έξυπνος στις σκέψεις, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφημέρια φρονέω, σκέφτομαι μόνο την ημέρα που πέρασε, στο ίδ.· θνητὰ φρονέω, σε Ευρ.· τυραννικὰ φρονέω, έχω τυραννικές σκέψεις, σε Αριστοφ.· ἀρχαϊκὰ φρονέω, έχω παλιομοδίτικες απόψεις, στον ίδ.· ιδίως μέγαφρονεῖν, είμαι υψηλόφρων, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, έχω μεγάλες ιδέες, υπερηφανεύομαι για τον εαυτό μου, ἐπί τινι, για ένα πράγμα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐφ' ἑαυτῷ μέγα φρονέω, σε Θουκ·. φρονέω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, έχω πολύ υψηλές σκέψεις για κάποιον, σε Σοφ.· σμικρὸν φρονέω, έχω χαμηλό φρόνημα, ταπεινό πνεύμα, στον ίδ.· ἧσσον, ἔλασσον, φρονέω, σε Ευρ. κ.λπ.· οὐ σμικρὸν φρονέω ἔς τινα, στον ίδ. 4. τά τινος φρονεῖν, είμαι της γνώμης κάποιου, με το μέρος του, παίρνω το μέρος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φρονεῖν τὰ Βρασίδου, σε Αριστοφ.· ομοίως ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα, σκέφτεται όπως εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· τὠυτὸ ή κατὰ τὠυτὸ φρονεῖν, έχουν την ίδια γνώμη, σε Ηρόδ. III. έχω ένα πράγμα στο μυαλό μου, σκέφτομαι, φροντίζω ένα πράγμα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν. κ.λπ. IV. ζω έχοντας τα λογικά μου, έχω τις αισθήσεις μου, είμαι ζωντανός, ἔτι φρονέοντα αντί ἔτι ζῶντα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἤδιστος βίος, σε Σοφ.· επίσης, είμαι στη σκέψη κάποιου, στον ίδ.· φρονῶν οὐδὲν φρονεῖς, παρόλο που έχεις τα λογικά σου, δεν είσαι φρόνιμος (συνετός), σε Ευρ.