LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρικαλέος"
- φρῑκᾰλέος, -α, -ον, Ιων. αντί φράτριος.
- φρῑκᾰλέος, -α, -ον, αυτός που τρέμει από το κρύο· φρικτός, σε Ανθ.