LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρενόπληκτος"
- φρενό-πληκτος, -ον (πλήσσω), αυτός που πάσχει στο μυαλό, μανιακός, σε Αισχύλ.