LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρίξ"
- φρίξ, γεν. φρῑκός (φρίσσω)· I. ρυτίδωση μιας ομαλής επιφάνειας· ελαφρύς κυματισμός που δημιουργήθηκε από την πνοή του ανέμου πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, Λατ. horror, σε Ομήρ. Οδ. II. ανατριχίλα, ανόρθωση, λέγεται για τα μαλλιά, σε Βάβρ.
- φρῖξαι, απαρ. αορ. αʹ του φρίσσω.
- φριξο-κόμης, -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ.

