LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρίκη"
- φρίκη, ἡ[ῑ], ἡ (φρίσσω)· 1. ανατριχίλα, τρεμούλιασμα, σε Πλάτ. 2. ρίγος, ιδίως από θρησκευτικό σεβασμό, σε Ηρόδ., Σοφ.