Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φρήν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φρήν, , γεν. φρενός, πληθ. φρένες, γεν. φρενῶν, δοτ. φρεσί, Δωρ. φρασί· I. κυρίως = διάφραγμα· το διάφραγμα ή ο μυς που χωρίζει την καρδιά και τους πνεύμονες (Λατ. viscera thoracis), από το πάνω μέρος της κοιλιάς (Λατ. abdomitis), σε Αισχύλ.· συνήθως σε πληθ., σε Αριστ. κ.λπ. II. 1. σε Όμηρ. φρὴν ή φρένες, = τα μέρη της καρδιάς, το στήθος, Λατ. praecordia, σε Ομήρ. Ιλ.· φρένες ἀμφιμέλαιναι, στο ίδ. 2. καρδιά, ως έδρα των παθών, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ φρενός, από την καρδιά κάποιου (από τα βάθη της καρδιάς), σε Αισχύλ.· φῦσαι φρένας, παράγω, δείχνω υπερφίαλο πνεύμα, σε Σοφ. 3. καρδιά ή μυαλό, ως έδρα της σκέψης, φρενὶνοεῖν ἐπίστασθαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μετὰ φρεσὶ μερμηρίζειν, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρένα εἰδέναι, γνῶναι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, όπως σε Λατ. mens amimusque, στο ίδ.· απ' οπου οι άνθρωποι έχασαν τις φρένες, δηλ. το νου τους, σε Ομήρ. Οδ.· πλήγη φρένας ἃς πάρος εἶχεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Αττ., φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, είμαι έξω από το νου κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.· ποῦποτ' εἶ φρενῶν; Λατ. satisne sanus es? σε Σοφ.· φρενῶν ἐπήβολος, με επίγνωση των ίδιων αισθήσεων κάποιου, στον ίδ.·ἔνδον φρενῶν, σε Ευρ.· ἐξ ἄκρας φρενός, δηλ. επιφανειακά, σε Αισχύλ. 4. λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ. 5. θέληση, διάθεση, σε Σοφ.