Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φράτηρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φράτηρ[ᾱ], γεν. φράτερος, (Δωρ. φρᾶτήρ. Ιων. φρήτηρ), ή φράτωρ, φράτορος, , (φράτρα), ένα μέλος της φράτρας· σε πληθ., αυτοί που ανήκουν στην ίδια φράτρα, μέλη της ίδιας ομάδας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (αυτό γινόταν όταν το παιδί ενηλικιωνόταν), σε Αριστοφ.· ἐγγράφειν τινὰ εἰς τοὺς φράτερας, σε Ισαίο· οὐκ ἔφυσε φράτερας (βλ. φραστήρ), δεν έβγαλε τα πολιτικά του δόντια, δεν είναι αληθινός πολίτης, σε Αριστοφ.· φράτερες τριωβόλου, μέλη της ομάδας των Αθηναίων δικαστών, στον ίδ.