Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φράζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φράζω (√ΦΡΑΔποιητ. παρατ. φράζον, μέλ. φράσω, αόρ. αʹ ἔφρᾰσα, Επικ. φράσα, ποιητ. επίσης φράσσα· παρακ. πέφρᾰκα. Επικ. αόρ. βʹ πέφρᾰδον, ἐπέφραδον, προστ. πέφραδε, γʹ ενικ. ευκτ. πεφράδοι, απαρ. πεφραδέειν, πεφραδέμενΜέσ., Επικ. προστ. φράζεο, φράζευ· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. φράζετο, φραζέσκετο· μέλ. φράσομαι, Επικ. φράσσομαι, αόρ. αʹ ἐφρασάμην, Επικ. φρασάμην, γʹ ενικ. και πληθ. ἐφράσσατο, φράσσαντο· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. φράσσεται, Επικ. απαρ. φράσσασθαιΠαθ., (με την ίδια σημασία όπως στη Μέσ.), αόρ. αʹ ἐφράσθην, παρακ. πέφρασμαι· I. 1. δηλώνω, δείχνω, προσδιορίζω, σε Όμηρ.· μῦθον πέφραδε πᾶσιν, κάνε το γνωστό σε όλο τον κόσμο, σε Ομήρ. Οδ.· ἔφρασε τὴν ἀτραπόν, σε Ηρόδ.· φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε, στον ίδ. 2. φανερώνω, δηλώνω, εξηγώ, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., λέω για κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.· διαφέρει από το λέγω όπως η εξήγηση, διασαφήνιση από την απλή ομιλία. 3. με δοτ. προσ. και απαρ., λέω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Όμηρ., Θουκ. 4. απόλ., παρατηρώ, συμβουλεύω, σε Σοφ., Αισχίν. II. 1. Μέσ. και Παθ., υποδεικνύω στον εαυτό μου, δηλ. σκέφτομαι ή συλλογίζομαι, θεωρώ, κρίνω, συζητώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς φράζω, σκέφτομαι διαφορετικά, στο ίδ. 2. σκέφτομαι, διανοούμαι, μηχανώμαι, επινοώ, σχεδιάζω, φράζω τινὶ θάνατον, σε Όμηρ.· φράσσεται ὥς κε νέηται, θα σκεφτεί με ποιο τρόπο..., σε Ομήρ. Οδ. 3. με αιτ. και απαρ., σκέφτομαι, υποθέτω, πιστεύω, φαντάζομαι ότι..., στο ίδ., Ηρόδ. 4. σημειώνω, βλέπω, παρατηρώ, σε Όμηρ.· με γεν., όπως αἰσθάνομαι, σε Θεόκρ.· 5. παρακολουθώ, προστατεύω, σε Ομήρ. Οδ.· φυλάσσομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· φράζευ κύνα, Λατ. cave canem, σε Αριστοφ.· με απαρ., φράζου μὴ φωνεῖν, πρόσεχε να μη μιλήσεις, σε Σοφ.· ομοίως απόλ., προσέχω, σε Αισχύλ., Σοφ.