Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φοῖνιξ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Φοῖνιξ, -ικος, , , 1. κάτοικος της Φοινίκης, σε Όμηρ. 2. θηλ., Φοίνισσα γυνή, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· χθὼν νῆσος, σε Ευρ.
φοῖνιξ, -ικος, , προσηγ., I. 1. ερυθρό κόκκινο, ερυθρό ή πορφυρό, επειδή η ανακάλυψη και η παλαιότατη χρήση αυτού του χρώματος αποδίδεται στους Φοίνικες, σε Όμηρ. 2. ως επίθ. , (επίσης φοίνισσα ως θηλ. σε Πίνδ.), κόκκινος, βαθύς κόκκινος, λέγεται για το κοκκινόχρωμο άλογο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα κοκκινόχρωμα βοοειδή, σε Πίνδ.· χρησιμοποιείται για τη φωτιά, στον ίδ., Ευρ.· φοῖνιξ κα όλα τα προερχόμενα από αυτό, δηλώνουν όλα βαθύ κόκκινο χρώμα, από το ερυθρό έως το πορφυρό, ενώ οι λαμπρότερες αποχρώσεις δηλώνονται από πορφύρεος, ἁλουργής, κόκκινος. II. το δέντρο φοίνικας, η χουρμαδιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ. III. το μυθικό πτηνό φοίνιξ, το οποίο ερχόταν από την Αραβία στην Αίγυπτο κάθε 500 χρόνια, σε Ηρόδ.· παροιμ., φοίνικος ἔτη βιοῦν, σε Λουκ.