Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φορτικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φορτῐκός, , -όν (φόρτος1. από τη φύση του αρμόδιος για τη μεταφορά φορτίων· μεταφ. (πρβλ. φόρτος II), ενοχλητικός, ανιαρός, σε Δημ., Λουκ. 2. βάναυσος, αγροίκος, κοινός, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum vulgus, σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα, εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. φορτικῶς, αγροίκως, χυδαίως, όπως ο απαίδευτος άνθρωπος σε Πλάτ. κ.λπ.