Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φορά"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φορά, (φέρωI. 1. μεταφορά, σε Σοφ.· ψήφου φορά, το να δίνω σε κάποιον την ψήφο μου, ψηφοφορία, σε Ευρ. 2. κομιδή χρημάτων, μισθός, σε Θουκ., Ξεν. 3. καρποφορία, παραγωγή, σε Πλάτ. II. 1. (από Παθ. φέρομαι), δημιουργία ή κίνηση κατά μήκος, κίνηση, φορά, ἡ τῶν ἄστρων φορά, σε Πλάτ. 2. βιαστική κίνηση, ορμή, Λατ. impetus, σε Δημ. III. 1. (επίσης από Παθ.), φερόμενο, φορτίο, μεταφορά, βάρος, σε Πλούτ. 2. αυτό που φέρεται ή πληρώνεται ως εισφορά ή φόρος, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. 3. αυτό που παράγεται, φρούτο, παραγωγή, καρπός, σοδειά, σε Αριστ.· μεταφ., φορὰ προδοτῶν, μεγάλο πλήθος προδοτών, σε Δημ.
φοράδην[ᾰ], (φέρομαι), επίρρ., 1. με φόρα, σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε φορείο ή όπως ένας άρρωστος άνθρωπος, σε Ευρ., Δημ. 2. με βιαστική κίνηση, βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.