Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φονεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φονεύς, , γεν. -έως, Επικ. -ῆος, αιτ. φονέᾱ ή φονέᾰ· ονομ. πληθ. φονέες, συνηρ. φονεῖς· αιτ. φονέας, συνηρ. φονεῖς· (*φένω)· δολοφόνος, δήμιος, ανθρωποκτόνος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για το ξίφος πάνω στο οποίο ο Αίας έριξε τον εαυτό του, σε Σοφ.· επίσης ως θηλ., η δολοφόνος, σε Ευρ.· ως επίθ. φονέα χεῖρα, δολοφονικό χέρι, σε Σοφ.