Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φοινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φοινός, , -όν (φόνος), αυτός που είναι κόκκινος σαν αίμα, σε Ομήρ. Ιλ.· αιμοβόρος, δολοφονικός, σε Ομηρ. Ύμν.