LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φοινικίς"
- φοινικίς, -ίδος, ἡ (φοῖνιξ), 1. κόκκινο ή πορφυρό ρούχο, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. ερυθρός χιτώνας, σε Αριστοφ.· φοινικίδ' ὀξεῖαν πάνυ, κόκκινος χιτώνας (φόρεμα) πάρα πολύ λαμπερό. 3. κόκκινη κουρτίνα ή χαλί, σε Αισχίν. 4. κόκκινη σημαία, σε Λυσ., Πολύβ.
- φοινῑκιστής, -οῦ, ὁ (φοῖνιξ Β), κατά τους Πέρσες, αυτός που φοράει πορφύρα, δηλ. κάποιος που ανήκε στην ανώτερη τάξη, Λατ. purpuratus, σε Ξεν.
- Φοινῑκιστί, επίρρ., στη φοινικική γλώσσα, σε Πολύβ.

