Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φοινίσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φοινίσσω, μέλ. -ξω (φοινός), κοκκινίζω, κάνω κάτι κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ.Παθ., είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κόκκινος, σε Σοφ., Ευρ.