Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φοβερός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φοβερός, , -όν (φόβος), φοβερός, είτε Ενεργ. είτε Παθ. I. 1. Ενεργ., αυτός που προξενεί φόβο, τρομερός, απαίσιος, τρομακτικός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· πλήθη φοβερῷ, τρομακτικό μόνο εξαιτίας του αριθμού του, σε Θουκ.· με απαρ., φοβερὸν ἰδεῖν, φοβερὸν προσιδέσθαι, φοβερός να τον δει κανείς, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ ξύνηθες τοῖς πολίταις φοβερόν, ο φόβος συνήθως επικρατεί στους πολίτες, σε Θουκ. 2. αιτία για φόβο, αυτός που αντιμετωπίζεται με φόβο, οὔτεὅρκος φοβερός, σε Θουκ.· φοβεροὶ ἦσαν μὴ ποιήσειαν, έδωσαν αιτία για φόβο μήπως..., σε Ξεν.· τὸφοβερόν, τρόμος, κίνδυνος, στον ίδ.· φοβερόν (ἐστί) μή..., υπάρχει αιτία να φοβάμαι..., στον ίδ. II. 1. Παθ., αυτός που νιώθει φόβο, φοβισμένος, δειλός, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. 2. αυτός που προκαλείται από το φόβο, πανικός, σε Θουκ.· φοβεραὶ φροντίδες, αγχωμένες σκέψεις, σε Πλάτ. III. επίρρ. -ρῶς, με τις δύο σημασίες, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. φοβερώτερος, υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.