LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φοίνιος"
- φοίνιος, -α, -ον και -ος, -ον (φοινός), ποιητ. αντί φόνιος, καθώς η πρώτη συλλ. πρέπει να είναι μακρά. I. ματωμένος ή όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν αίμα, ερυθρός, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ. II. αιμοδιψής, αιμοβόρος, δολοφονικός, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.