Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φλύαρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φλύᾱρος[ῠ], (φλύω), I. ανόητη κουβέντα, ανοησία, μωρολογία, σε Αριστοφ. II. ανόητος ομιλητής, φαφλατάς, φλύαρος, σε Πλάτ., Κ.Δ.