LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φλογωπός"
- φλογ-ωπός, -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη φλόγας, φλογερός, σε Αισχύλ.· φλογωπὰ σήματα, χρησμοί από φωτιά (όχι από τις αστραπές), στον ίδ.