
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φλέψ"
- φλέψ, ὁ, ἡ, γεν. φλεβός (φλέω;), 1. φλέβα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φλέβα σχάζειν, ανοίγω μια φλέβα, σε Ξεν. 2. φλέβα από μέταλλο, στον ίδ.