Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φλέγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φλέγω, μέλ. -φλέξω, αόρ. αʹ ἔφλεξαΠαθ., αόρ. αʹ ἐφλέχθην, αόρ. βʹ ἐφλέγην.
Α.
μτβ., I. 1. φλέγω, καίω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.Παθ., παίρνω φωτιά, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., εξάπτω, εξερεθίζω με οργή, σε Σοφ., Ευρ.Παθ., όπως Λατ. uri, φλέγομαι από πάθος, καίγομαι, σε Σοφ., Αριστοφ. II. 1. ανάβω, Ζεὺς βέλος φλέγων, το έκανε να ανάψει ή να αστράψει, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἄταν οὐρανίαν φλέγων, αφήνω τη φλόγα του κακού (της άτης) να ανάψει μέχρι τον ουρανό, σε Σοφ.Παθ., αναφλέγομαι, ανάβομαι, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., κάνω κάποιον περίφημο ή ένδοξο, Λατ. illustrare, σε Πίνδ.Παθ., είμαι ή γίνομαι έτσι, στον ίδ. Β. αμτβ., 1. καίγομαι, φλέγομαι, αναλάμπω, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για τον οπλισμό, αστράφτω, σε Ευρ. 2. μεταφ., εκρήγνυμαι, λέγεται για πάθος, οργή, σε Αισχύλ. 3. λάμπω, γίνομαι περίφημος, σε Πίνδ.