Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φλέγμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
φλέγμα, -ατος, τό (φλέγω), I. πυρ, φωτιά, θερμότητα, σε Ομήρ. Ιλ. II. φλεγμονή, φλόγα εσωτερική· επίσης φλέγμα, νοσηρή ουσία, Λατ. pituita, σε Ηρόδ.· σε ποιητές όπως το χολή, χολή, πικρία, σε Ανθ.
φλεγμαίνω, αόρ. αʹ ἐφλέγμᾱνα και -ηνα· (φλέγμα)· θερμαίνομαι, φλογίζομαι, πάσχω από φλεγμονή, φλεγμαίνουσα πόλις, αντίθ. προς ὑγιής, σε Πλάτ.
φλεγμᾰ-τώδης, -ες (εἶδος), φλεγματικός, σε Πλάτ.