Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φλάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φλάω, γʹ ενικ. παρατ. ἔφλα, μέλ. φλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔφλᾰσα· 1. όπως το θλάω, συντρίβω, χτυπώ, σε Πίνδ. 2. συντρίβω με τα δόντια, τρώω, καταβροχθίζω, στον ίδ.