Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φιλόφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῐλό-φρων, -ονος, , (φρήν), αυτός που έχει φιλική διάθεση, ευγενικός, φιλικός, φιλόφρων, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ., φιλοφρόνως ἀσπάζεσθαι, χαιρετώ ευγενικά, σε Ηρόδ.· φιλοφρόνως ἔχειν πρός τινα, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, σε Ξεν.