Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φιλότιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῐλό-τῑμος, -ον (τιμήI. 1. αυτός που αγαπά την τιμή, αυτός που διψάει για τιμή, φιλόδοξος, ζηλότυπος, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· με θετική σημασία, σε Ξεν., Ισοκρ.· με αφηρ. ονόματα (με τις δύο σημασίες), εὐχά, σε Αισχύλ. ἦθος, σε Ευρ.· σοφίαι, σε Αριστοφ.· φιλότιμος ἐπί τινι, πρόθυμος να τιμάται (να δέχεται τιμές) για κάποιο πράγμα, αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε κάτι...· ἐπὶ σοφίᾳ, ἐπ' ἀρετῇ, σε Πλάτ. 2. φιλοδόξως άσωτος, σπάταλος, σε Δημ. 3. με Παθ. σημασία = πολυτίμητος, σεβαστός, σε Αισχύλ. II. επίρρ. -μως, φιλοδόξως, με ζηλοτυπία, φιλοτίμως ἔχειν, αγωνίζομαι με ζηλοτυπία, σε Πλάτ.· φιλοδόξως ἔχειν πρός τι, αγωνίζομαι, διαθέτω τον εαυτό μου με ζήλο απέναντι σε κάποιο πράγμα, σε Ξεν.