LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φιλότεχνος"
- φῐλό-τεχνος, -ον (τέχνη), αυτός που αγαπά την τέχνη, καλλιτέχνης, σε Πλάτ.·τὸ φιλότεχνον, δεξιότητα στην τέχνη, σε Πλούτ.