LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φιλόπονος"
- φῐλό-πονος, -ον, 1. αυτός που αγαπάει τη δουλειά, εργατικός, δραστήριος, φιλόπονος, σε Σοφ., Πλάτ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ισοκρ.· επίρρ., φιλοπόνως ἔχειν, είμαι φιλόπονος, σε Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, κουραστικός, κοπιώδης, πόλεμος, στον ίδ.

