
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φιλόξενος"
- φῐλό-ξενος, ποιητ. -ξεινος, -ον, αυτός που αγαπά τους ξένους, φιλόξενος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· παθεῖν φιλόξενον ἔργον, μου φέρθηκαν φιλόξενα, σε Πίνδ.