LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φιλοσοφέω"
- φῐλοσοφέω, παρακ. πεφιλοσόφηκα (φιλόσοφος)· I. 1. αγαπώ τη γνώση, την αναζητώ, φιλοσοφώ, Λατ. philosophari, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· φιλοσοφοῦντά με δεῖ ζῆν, λέει ο Σωκράτης, σε Πλάτ. 2. διδάσκω φιλοσοφία, σε Ισοκρ. II. 1. με αιτ., συζητώ με φιλοσοφική διάθεση, αναζητώ, σπουδάζω, Λατ. meditari, σε Ισοκρ.· φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν, αναζητώ τη φιλοσοφία, στοχάζομαι φιλοσοφώνια, σε Ξεν. 2. γενικά, σπουδάζω ένα πράγμα, σε Ισοκρ.

