Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φιλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῐλέω, Αιολ. φίλημμι, Επικ. απαρ. φιλήμεναι· Ιων. και Επικ. γʹ ενικ. προστ. φιλέεσκε· μέλ. φιλήσω, Επικ. απαρ. φιλησέμεν· αόρ. αʹ ἐφίλησα, παρακ. πεφίληκαΜέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἐφῑλάμην (όπως από φίλλω), γʹ ενικ. ἐφίλατο, φίλατο, προστ. φῖλαιΠαθ., Μέσ. μέλ. φιλήσομαι, με Παθ. σημασία (αντί φιληθήσομαιαόρ. αʹ ἐφιλήθην, Επικ. γʹ πληθ. ἐφίληθεν· παρακ. πεφίλημαι· (φίλοςI. 1. αγαπώ, περιβάλλω με στοργή, Λατ. diligere, σε Όμηρ. κ.λπ.· φιλέω τινὰ φιλότητα, νιώθω συμπάθεια για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· αγαπώ και περιποιούμαι κάποιον ως σύζυγός του, σε Όμηρ.· ο Επικ. Μέσ. αορ. αʹ με Ενεργ. σημασία, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αντιμετωπίζω με τρυφερότητα ή ευγένεια, καλωσορίζω έναν επισκέπτη, σε Όμηρ. — Παθ., παρ' ἄμμι φιλήσεαι, θα φιλοξενηθείς στο σπίτι μας, σε Ομήρ. Οδ. 3. φιλώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., τὸ φίλαμα, τὸ τὸν Ἄδωνιν φίλασεν, το φιλί με το οποίο τον φίλησε, σε Μόσχ.Μέσ., φιλάμε ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ. 4. λέγεται για πράγματα, αγαπώ, μου αρέσει, εγκρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. II. 1. με απαρ., αγαπώ να κάνω κάτι, είμαι θιασώτης στο να κάνω, θέλω ή συνηθίζω να κάνω, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. λέγεται για πράγματα, γεγονότα, αὔρα φιλέει πνέειν, σε Ηρόδ.· φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι, μεγάλες μονάδες στρατού είναι επιρρεπείς στο να καταλαμβάνονται από πανικό, σε Θουκ.· πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι, όλα έρχονται στον άνθρωπο με την εμπειρία, σε Ηρόδ.· και χωρίς γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ, καθώς είναι συνήθεια, σε Πλάτ.· επίσης, προστ. ὡςδὴ φιλεῖ, καθώς συνηθίζεται, Λατ. ut solet, σε Πλούτ.