Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φθόνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φθόνος, , I. 1. κακή διάθεση, φθόνος, ζήλια, Λατ. invidia, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φθόνον ἔχειν, αισθάνομαι φόνο ή ζήλια, σε Αισχύλ.· αλλά επίσης, επισύρω φθόνο ή δυσαρέσκεια, σε Πίνδ.· επίσης φθόνον ἀλφάνειν, σε Ευρ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., φθόνος για, ζήλια για, τῶν Ἑλλήνων φθόνῳ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά με γεν. υποκ., φθόνος ή ζήλια που νιώθει κάποιος, σε Ευρ. κ.λπ.· σε πληθ., φθόνοι, ζήλιες, κρυφά μίση, σε Ισοκρ. 2. η ζήλια είχε αποδοθεί στους θεούς, τὸν φθόνον πρόσκυσον, αποδοκιμάζουν το φθόνο, σε Σοφ. II. κακόβουλη ή φθονερή άρνηση, οὐδεὶς φθόνος, με απαρ., λέγεται όταν εκπληρώνεται μια παράκληση καλοθέλητα, σε Πλάτ.· ομοίως, ἀποκτείνει φθόνος (ἐστί), είναι φθονερό, δεν τολμώ να πω, σε Ευρ.