LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φθόγγος"
- φθόγγος, ὁ, I. κάθε καθαρός, ευδιάκριτος ήχος, ιδίως η ανθρώπινη φωνή, σε Όμηρ., Αττ.· ομοίως λέγεται για τα ζώα, σε Σοφ., Ευρ. II. γενικά, ήχος, διακρινόμενος από τη φωνήν, σε Πλάτ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Ευρ.