LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φθονερός"
- φθονερός, -ά, -όν (φθόνος), κακός, ζηλιάρης, μνησίκακος, λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. φθονερῶς ἔχειν, προδιαθετειμένος με κακία, σε Πλάτ., Ξεν.